- ἐπιδείελα
- ἐπιδείελοςat evenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδείελος — ἐπιδείελος, ον (Α) (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπιδείελα μετά το μεσημέρι, προς το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δείελος «απογευματινός, βραδινός» (πρβλ. δείλη «δειλινό»)] … Dictionary of Greek